σινολογία

σινολογία
η китаеведение, синология

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "σινολογία" в других словарях:

  • σινολογία — η, Ν η επιστήμη που ασχολείται με την έρευνα και με τη μελέτη τής ιστορίας και τού πολιτισμού τής Κίνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σινολόγος. Η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. sinologie, και μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Χώρα] …   Dictionary of Greek

  • σινολογία — η επιστήμη που μελετά τον κινέζικο πολιτισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σινολογικός — ή, ό, Ν [σινολογία] σχετικός με την σινολογία …   Dictionary of Greek

  • σινολόγος — ο, η, Ν επιστήμονας ειδικός στη σινολογία* [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. sinologue < Σίνες «Κινέζοι» + λόγος*] …   Dictionary of Greek

  • σινολόγος, ο — η επιστήμονας που ασχολείται με τη σινολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»